σίφουνας

σίφουνας
ο, Ν
1. (μετεωρ.) α) μάζα αέρα, περιστρεφόμενη με μεγάλη ταχύτητα και μετακινούμενη σε ορισμένη επιφάνεια εδάφους με τη μορφή κατακόρυφης στήλης μικρής διαμέτρου, που συμπαρασύρει βίαια κατά την περιδίνησή της προς τα επάνω σκόνη και διάφορα μικρά και ελαφρά αντικείμενα
β) (κατ' επέκτ.) ανεμοστρόβιλος, κυκλώνας, τυφώνας, θύελλα
2. μτφ. καθετί που επέρχεται βίαια, που κινείται με ακάθεκτη ορμή («χύμηξε πάνω του σαν σίφουνας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σίφων, -ωνος, με τροπή τού -ω- σε -ου- (πρβλ. κώδων: κουδούνι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σίφουνας — ο βλ. σίφωνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγριοσίφωνας — και ουνας, ο δυνατός σίφουνας, ανεμοστρόβιλος, ανεμοθύελλα …   Dictionary of Greek

  • αερικός — και αγερικός και αρικός, ή, ό (ΑΜ ἀερικός, η, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται στον αέρα, που τόν έχει πάρει ο αέρας 2. αυτός που έχει εκτεθεί στον αέρα για να αεριστεί 3. ευάερος, δροσερός 4. αυτός που έχει το χρώμα τού αέρα, αερόχρωμος,… …   Dictionary of Greek

  • ξανάκακα — (Μ) επίρρ. χωρίς κακή πρόθεση, αθώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξανάκακα, τ. σχηματισμένος από το επίρρ. ανεξίκακα με μετάθεση συλλαβής (πρβλ. φίσουνας < σίφουνας)] …   Dictionary of Greek

  • σίφωνας — Σωλήνας ή αγωγός κυρτός, σε σχήμα περίπου U, που χρησιμοποιείται για τη μετάγγιση υγρών από το ένα δοχείο στο άλλο, όταν το δεύτερο είναι τοποθετημένο κάτω από τη στάθμη του υγρού που περιέχεται στο πρώτο. Η λειτουργία του στηρίζεται στη συνοχή… …   Dictionary of Greek

  • κυκλώνας — ο μεγάλος όγκος αέρα που μετακινείται ταχύτατα, τυφώνας, σίφουνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρομοίωση — η (λογοτ.), σχήμα λόγου όπου ο ομιλητής ή ο συγγραφέας παρομοιάζει κάτι με άλλο πράγμα: Το «πέρασε από μπροστά μας σαν σίφουνας» είναι παρομοίωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σίφωνας — σίφωνας, ο και σίφουνας, ο 1. σωλήνας καμπυλωμένος με τον οποίο μεταγγίζουμε το νερό από ένα δοχείο σε άλλο: Η λειτουργία του σίφωνα στηρίζεται στην ατμοσφαιρική πίεση. 2. καμπύλωμα στη λεκάνη του αποχωρητηρίου. 3. μετεωρολογικό φαινόμενο κατά το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυφώνας — ο φοβερή λαίλαπα, θύελλα με ανεμοστρόβιλο, κυκλώνας, σίφουνας που προκαλεί τρομερές καταστροφές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”