σίφουνας — ο βλ. σίφωνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγριοσίφωνας — και ουνας, ο δυνατός σίφουνας, ανεμοστρόβιλος, ανεμοθύελλα … Dictionary of Greek
αερικός — και αγερικός και αρικός, ή, ό (ΑΜ ἀερικός, η, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται στον αέρα, που τόν έχει πάρει ο αέρας 2. αυτός που έχει εκτεθεί στον αέρα για να αεριστεί 3. ευάερος, δροσερός 4. αυτός που έχει το χρώμα τού αέρα, αερόχρωμος,… … Dictionary of Greek
ξανάκακα — (Μ) επίρρ. χωρίς κακή πρόθεση, αθώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξανάκακα, τ. σχηματισμένος από το επίρρ. ανεξίκακα με μετάθεση συλλαβής (πρβλ. φίσουνας < σίφουνας)] … Dictionary of Greek
σίφωνας — Σωλήνας ή αγωγός κυρτός, σε σχήμα περίπου U, που χρησιμοποιείται για τη μετάγγιση υγρών από το ένα δοχείο στο άλλο, όταν το δεύτερο είναι τοποθετημένο κάτω από τη στάθμη του υγρού που περιέχεται στο πρώτο. Η λειτουργία του στηρίζεται στη συνοχή… … Dictionary of Greek
κυκλώνας — ο μεγάλος όγκος αέρα που μετακινείται ταχύτατα, τυφώνας, σίφουνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρομοίωση — η (λογοτ.), σχήμα λόγου όπου ο ομιλητής ή ο συγγραφέας παρομοιάζει κάτι με άλλο πράγμα: Το «πέρασε από μπροστά μας σαν σίφουνας» είναι παρομοίωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σίφωνας — σίφωνας, ο και σίφουνας, ο 1. σωλήνας καμπυλωμένος με τον οποίο μεταγγίζουμε το νερό από ένα δοχείο σε άλλο: Η λειτουργία του σίφωνα στηρίζεται στην ατμοσφαιρική πίεση. 2. καμπύλωμα στη λεκάνη του αποχωρητηρίου. 3. μετεωρολογικό φαινόμενο κατά το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυφώνας — ο φοβερή λαίλαπα, θύελλα με ανεμοστρόβιλο, κυκλώνας, σίφουνας που προκαλεί τρομερές καταστροφές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)